- χειραπτέω
- χειραπτ-έω, = foreg., Orib.Fr.19.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χειραπτεῖν — χειραπτέω pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειραπτεῖσθαι — χειραπτέω pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειραπτήσαντος — χειραπτέω aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειραπτήσας — χειραπτήσᾱς , χειραπτέω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)